13.3.07

Βάλτε εδώ ένα τίτλο.

Πόσες φορές διάβασες κάτι που έχεις γράψει, είδες κάτι που έχεις ζωγραφίσει ή οτιδήποτε άλλο που έχεις δημιουργήσει και αναρωτήθηκες, «καλά, εγώ το έκανα αυτό;!»
Πολλές. Εγώ τουλάχιστον.
Διαβάζω κάτι που έγραψα και απορώ και εκπλήσομαι ταυτόχρονα για το πώς μου ήρθε η ιδέα, η διάθεση, η έμπνευση να το γράψω όταν μου φαίνεται βουνό να γράψω αυτό που γράφω τώρα.
Βλέπω έναν πίνακα που έχω κάνει. Τον κοιτάω καλά καλά και αμφιβάλω αν το έκανα εγώ. Ίσως να ζωγράφιζε άλλος γιατί μου είναι αδύνατον να με φανταστώ να ξανακάνω κάτι παρόμοιο… μπα, αποκλείεται.
Και κάπως έτσι περνάνε υπερβολικά μεγάλα χρονικά διαστήματα αποχής από οτιδήποτε δημιουργικό ακόμα και όταν αυτό με κάνει να μελαγχολώ ακόμα περισσότερο. Το μόνο που δημιουργείται είναι ένας ωραιότατος φαύλος κύκλος.

Θαυμάζω εσάς που μπορείτε και γράφετε κάθε μέρα από κάτι, πόσο μάλλον όταν γράφετε κείμενα/αριστουργήματα, με χιούμορ και δημιουργικότητα ασταμάτητα.

Τι σοι διακόπτης είναι αυτός που ορίζει την έκφραση; Πως λειτουργεί; Και όταν δεν είναι ανοιχτός ο διακόπτης που στο κόρακα πάνε όλα αυτά που θέλεις να πεις; Ή μήπως δεν υπάρχει διακόπτης, μήπως δεν υπάρχει τίποτα απολύτως να πεις. Ή μήπως υπάρχουν τόσα πολλά που ο διακόπτης βραχυκυκλώνεται και η έκφραση, όποια και αν είναι αυτή, αποσυντονίζεται πλήρως;…

Ίσως θα ήτανε ποιο εύκολο αν ποτέ μου δεν είχα πιάσει μολύβι ή πινέλο και αυτά που γράφω τώρα, δε θα τα έγραφα ποτέ. Στο κάτω κάτω πόσο διαφορετική θα μπορούσα να είμαι. Ίσως τώρα καταλαβαίνω πως σταμάτησαν σιγά σιγά και οι πίνακες της μαμάς και τώρα σταματάω και’γω σιγά σιγά να της θυμώνω γι’αυτό. Άλλωστε, τι δικαίωμα έχω εγώ να της θυμώνω για το αν αποφάσισε να σταματήσει να ζωγραφίζει.
Αν συνέχιζε να ζωγραφίζει, το ίδιο θα την αγαπούσα και θα την εκτιμούσα. Δεν αλλάζει κάτι. Αλλάζει;
Όσοι με ξέρουν, ξέρουν επίσης ότι ζωγραφίζω και περιμένουν ότι αυτό θα συνεχίσω να κάνω. Ίσως γι’αυτό και γω συνεχίζω. Μια μέρα θα ήθελα να μπορούσα να σηκωθώ από το κρεββάτι μου και με μια απίστευτα καλή διάθεση, να πάρω μια γιγαντοσακούλα σκουπιδιών και να πετάξω όλες τις μπογιές και τα παλιόχαρτα στα σκουπίδια. Όλα όμως! Ακόμα και τα καδραρισμένα «έργα». Αυτά που έκανα στο λύκειο και για κάποιο παρανοικό και ανεξήγητο λόγο έχουν κορνιζαριστεί και πρέπει να τα βλέπω κάθε μέρα και κάθε ώρα. Να μου θυμίζουν την δήθεν υποχρέωση μου και να μου βγάζουν τα μάτια με την ατέλεια τους ενώ την ίδια στιγμή άλλοι μπορεί να τα θαυμάζουν (έστω και για ευγένεια).
Στο καινούργιο σπίτι θα φτιάξω μια ωραία γωνίτσα να τα βάλω όλα … σκοτεινή και υπόγεια.. στην αποθήκη!

10.3.07

Τα εφτά γουρουνάκια

Ο γιος μας είναι 2,5 χρονών. Πλέον απαιτεί παραμύθια, μεσημέρι/βράδυ πριν κοιμηθεί αλλά τα θέλει και στα μέτρα του! Το image του «κακού λύκου» στο κλασσικό παραμύθι με τα 3 γουρουνάκια τον χάλαγε λίγο όποτε και κάναμε κάποιες… παρεμβάσεις.

Σχεδόν όλο το παραμύθι το λέει μόνος του πια περιλιπτικά και’γω απλά συμπληρώνω λέξεις. Α, όσο για τον τίτλο… αν βρείτε τα άλλα 4 γουρουνάκια πειτε το και σε μένα που τα ψάχνω!


Τα εφτά γουρουνάκια

Μια φορά κι’έναν καιρό, σ’ενα δάσος όμορφο και μακρυνό, ήτανε 3 γουρουνάκια και το καθένα έχτισε και απο ένα σπίτι Το πρώτο γουρουνάκι έχτισε το σπίτι του απο σανό. Το δευτερο γουρουνάκι έχτισε το σπίτι του απο ξύλα και το τρίτο απο τούβλα.
Στην άλλη μεριά του δάσους, ζούσε ένας λύκος που δεν είχε όμως σπίτι. Έτσι μια μέρα, πήγε στο γουρουνάκι με το σπίτι απο σανό και του είπε: «Γουρουνάκι, βγες έξω, να μπω εγώ μέσα!». «Όχι, όχι δικό μου είναι!» απαντάει το γουρουνάκι και τότε ο λύκος έκανε «φου, φου, φου» και φύσηξε το σπίτι και αυτό γκρεμίστηκε! Και πήρε ο αέρας το σανό μακρυά μακρυά ώσπου το βρήκανε τα άλογα και το φάγανε και χορτάσανε!
Την επόμενη μέρα, ο λύκος πήγε στο δεύτερο γουρουνάκι που είχε χτίσει το σπίτι απο ξύλα και του φώναξε: «Γουρουνάκι, βγες έξω, να μπω εγώ μέσα!». «Όχι, όχι δικό μου είναι!» απαντάει και αυτό το γουρουνάκι και τότε ο λύκος έκανε «φου, φου, φου» και φύσηξε το σπίτι και γκρεμίστηκε και αυτό! Και πήρε ο αέρας τα ξυλαράκια μακρυά στα άλογα και αυτά τα φάγανε και γέμισε η κοιλίτσα τους!
Την επόμενη μέρα, ο λύκος πήγε στο τρίτο γουρουνάκι που είχε χτίσει το σπίτι απο τούβλα. «Φου, φου, φου» κάνει πάλι ο λύκος.., «Ξαναφού», φου, φου» αλλά το σπίτι δεν έπεφτε γιατί ήτανε απο τούβλα και ήτανε πολύ γερό. Πέρνει λοιπόν μια σκάλα ο λύκος, ανεβαίνει στη ταράτσα και πάει να μπεί απο την καμινάδα, αλλά το έξυπνο γουρουνάκι την είχε κλείσει. Εκείνη τη στιγμή περνούσε ο ρινόκερος μπροστά απο το σπίτι και βλέπει τον λύκο στη ταράτσα. Τον βουτάει και του δίνει μια φάπα και μισή μπούφλα και του λέει να παει αμέσως στα γουρουνάκια και να γίνουν φίλοι!
Έτσι, ο λύκος πέρνει ένα μεγάλο καλάθι, γεμάτο με φρούτα, μανιτάρια και λουλούδια και χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγει το γουρουνάκι, και ο λύκος, που είχε μετανιώσει τώρα και είχε γίνει καλός λύκος, του λέει: «Γουρουνάκι, σε παρακαλώ θα με αφήσεις και μένα να μείνω για λίγο κοντά σας, να φάμε, να παίξουμε και να ζεσταθουμε κοντά στο τζάκι; Γιατί εγώ σπίτι δεν έχω, ούτε παρέα..». «Και δε το’λεγες απο την αρχή;! Και βέβαια να περάσεις!» λέει το γουρουνάκι. Και κάτσανε όλοι μαζί παρέα, φάγανε, παίξανε, ζεσταθήκανε και μετά κοιμηθήκανε όλοι μαζί αγκαλίτσα!
Και περάσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα!