Μπορεί χτες να μη μας χαμογέλασε το φεγγάρι, μπορεί να είχε πάρει το πορτοκαλί χρώμα της φωτιάς, αλλά ήτανε εκεί, όπως ήταν και τον προηγούμενο μήνα, χρόνο, αιώνα.. και όπως θα είναι ακόμα για πάρα πολύ καιρό (μάλλον).
Εμείς απο την άλλη, θα ερχόμαστε και θα φεύγουμε σα στάχτη που την πέρνει ο αέρας. Σαν πολλούς τόνους στάχτης δηλαδή, μιλλιούννια όπως είμαστε.
Έψηνε ο Θεός μπριζόλες λέει, και του μείνε η στάχτη. Την άδειασε σε εναν μεγάλο κόκκινο κουβά και την πέταξε πάνω σε μια χούφτα γη και νερό.
Αράδειασε και μερικα παιχνιδάκια για να παίζουν οι μικρές σταχτούλες και να μη βαριούνται. Ζωάκια, δεντράκια και άλλα αναλώσιμα.
Και μετά κάθησε να μας χαζεύει όσο χωνέυε τις μπριζόλες.
Ένα λεπτό για κείνον, ένας αιώνας για τις σταχτούλες.
Μέχρι να ρευτεί, οι σταχτούλες όλα στάχτη τα κάνανε γιατί πάνω στο παιχνίδι τους, ξεχάσανε οτι όταν ρίχνεις μια μπάλα στο τοιχό, αυτή η βλαμμένη δε μένει κολλημένη εκει, παρά σου'ρχετε πίσω με διπλή φόρα και σου σπάει το κεφάλι.
Αφού πέρασε μισή ωρίτσα, ο Θεούλης χασμουρήθηκε και αποκοιμήθηκε σκεπτόμενος τι φαγητό θα φτιάξει την επόμενη μέρα.
Κάτι που να τον κρατήσει περισσότερο ίσως..
28.8.07
24.5.07
Singing in the rain
Βρέχει έξω.. κατακλισμός. Έχετε κάτσει να προσέξετε όσους κυκλοφορούν μέσα στη βροχή;
Λοιπόν εγώ αυτό έκανα σήμερα. Για την ακρίβεια περπάτησα απο την Κοραή στην Αθήνα μέχρι το FIX κατα τη διάρκεια νεροποντής, με τα μαγικά μου υπέροχα Reebok που, δε παει να έχει 3 μέτρα νερό, αυτά βεντουζάρουν στο δάπεδο και δε γλιστράνε με τίποτα.
Πήρα το πακετάκι με τα συμβόλαια του σπιτιού σήμερα για αρχειοθέτηση! Στο γυρισμό αρχίζω να συνηδητοποιώ οτι κάτι δε παει καλά. Μια αναμπουμπούλα, τα αυτοκίνητα να πηγαίνουν στο αντίθετο ρεύμα, κάτι μιλιούνια στιβαγμένοι στις στάσεις λεωφορείων.
Πορεία. Κορδελίτσες είχαν κλείσει τους δρόμους και απομονώσει την Αθήνα απο τον υπόλοιπο κόσμο. Ωραία. Ας πάμε λοιπόν προς Σύνταγμα σκουέρ να δούμε τι τρέχει. Τίποτα δε τρέχει. Το ρεύμα προς Αθήνα μπλοκαρισμένο. Το άλλο άδειο. Εντελώς όμως!
Οι μαυρούλιδες έχουν βγάλει τα εποχιακά είδη απο τη προίκα τους, ομπρέλες! 5 ευρουδάκια η μια λέει ένας και κάποιος μουσκίδης απο τη βροχή του πατάει ένα βρυσίδι που δε θέλει άλλο!
Έχετε παρατηρήσει τις ομπρέλες που κρατάει ο κόσμος;
Κάποιες μικρές που σε αφήνουν μούσκεμα, όλον εκτός απο το κεφάλι. Κάποιες με φραμπαλάδες, απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Τις κρατάνε συνήθως κάτι τροφαντούλες κυρίες με μαλλί απο κομμωτήριο και έντονο κραγιόν. Κάποιες άθλιες ξεσκησμένες που μοιάζουν με πατημένη αράχνη. Η μια ακτίνα να σου ξύνει το αφτί και η άλλη να δείχνει στο Βορρά. Τις κρατάνε κάποιοι που αγχώνονται να μη βραχούν και που τελικά βρέχονται και μαζί με αυτούς και η στίβα απο χαρτιά που κουβαλάνε. Είναι και οι τρέντι
ομπελίτσες που τις κρατάνε οι τρέντι κοπελίτσες που φοράνε σαγιονάρα εν ώρα κατακλισμού. Α, εκεί να δείτε. Μια με αμάνικο, τη κοιλιά έξω με ψαράδικο και σαγιονάρα, μόνο λέπια δεν είχε βγάλει. Είχε κάτσει κάτω απο μια υποψία ομπρέλας και μουρμούραγε "μα σήμερα έπρεπε να βρέξει; Μα σε μένα όλα τυχαίνουν;" ..μα, απο το πρωί μαντάμ "μαζεύει".. ή μάλλον, εδω και μια εβδομάδα "μαζεύει"!..
Μια άλλη έκανε σβούρες γύρω γύρω και κάτι έβριζε..
Μια ξυνή αγχωτική περνάει ξυστά μου, ανεβάζω την ομπρέλα μου μη φάει κανένα μάτι και μου ζητάει και τα ρέστα! Πουά, ριγέ, μονόχρωμες, παρδαλές, εμπριμέ ομπρελίτσες. Ηλίθιες ομπρελίτσες αλλά οι περισσότερες για κηδείες! Μαύρες και άραχνες σα και τη ψυχοσύνθεση του ιδιοκτήτη τους. Τις κρατάνε σφικτά, ακόμα και όταν περπατάνε κάτω απο υπόστεγο. Οι περισσότερες ομπρελίτσες παθαίνουν ασφυξία, γι'αυτό τις βλέπετε να κυκλοφορούν σακατεμένες σα πατημένη αράχνη όπως είπα πάνω. Αλήθεια λέω!
Ας πάμε παρακάτω!
Δύο Λιβερπουλάκια, πλατσούριζαν σα τα παπιά σε λίμνη, πολύ φυσιολογικά και άνετα. Πολλοί πολλοί τουρίστες δεν έβριζαν, δεν μίλαγαν, δεν γέλαγαν, απλά είχαν αφεθεί στο ρεύμα και όπου αυτό τους έβγαζε.
Και πορεία, και βροχή. Ήθελα να τους φωνάξω, όχι όχι δεν είναι πάντα έτσι, άλλες φορές έχει και ξύλο και μπάτσους.. αλλά τους είχε ήδη λυπηθεί η ψυχή μου!
Ένα πουλμαν σταμάτησε να παραλάβει ένα τσούρμο ξένους. Κυρία εγω, με ένα χαμόγελα περίμενα να περάσουν για να περάσω και γω με τη σειρά μου. Να δείξω ανατροφή, ευγένεια και όλα αυτα τα ωραία ζεστά πραγματάκια που μέρες σα και σήμερα οι ποιο πολλοί τα ξεχνάμε. Ένας μικροκαμομένος κυριούλης μου χαμογέλασε, άλλα με τέτοια ειλικρίνεια και ευχαρίστηση που με εξέπληξε! Ορίστε πως διαγράφεται η ξυνίλα των αγχοτικών μουσκεμένων σαγιονάρων.
Με αέρινα πηδηματάκια απεύφευγα τα ρυάκια, τα ποταμάκια και τα τσουνάμι που κατέβαιναν απο τη Πλάκα.
Αφού τα αθλητικά μου πλύθηκαν καλά, είχα απολαύσει τη βροχή, τον κόσμο και τις ομπρέλες του και αφού το λεωφορείο μάλλον δε θα πέρναγε ούτε και απο την επόμενη στάση, ανέβηκα σε ένα ταξί και έφυγα.
Λοιπόν εγώ αυτό έκανα σήμερα. Για την ακρίβεια περπάτησα απο την Κοραή στην Αθήνα μέχρι το FIX κατα τη διάρκεια νεροποντής, με τα μαγικά μου υπέροχα Reebok που, δε παει να έχει 3 μέτρα νερό, αυτά βεντουζάρουν στο δάπεδο και δε γλιστράνε με τίποτα.
Πήρα το πακετάκι με τα συμβόλαια του σπιτιού σήμερα για αρχειοθέτηση! Στο γυρισμό αρχίζω να συνηδητοποιώ οτι κάτι δε παει καλά. Μια αναμπουμπούλα, τα αυτοκίνητα να πηγαίνουν στο αντίθετο ρεύμα, κάτι μιλιούνια στιβαγμένοι στις στάσεις λεωφορείων.
Πορεία. Κορδελίτσες είχαν κλείσει τους δρόμους και απομονώσει την Αθήνα απο τον υπόλοιπο κόσμο. Ωραία. Ας πάμε λοιπόν προς Σύνταγμα σκουέρ να δούμε τι τρέχει. Τίποτα δε τρέχει. Το ρεύμα προς Αθήνα μπλοκαρισμένο. Το άλλο άδειο. Εντελώς όμως!
Οι μαυρούλιδες έχουν βγάλει τα εποχιακά είδη απο τη προίκα τους, ομπρέλες! 5 ευρουδάκια η μια λέει ένας και κάποιος μουσκίδης απο τη βροχή του πατάει ένα βρυσίδι που δε θέλει άλλο!
Έχετε παρατηρήσει τις ομπρέλες που κρατάει ο κόσμος;
Κάποιες μικρές που σε αφήνουν μούσκεμα, όλον εκτός απο το κεφάλι. Κάποιες με φραμπαλάδες, απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Τις κρατάνε συνήθως κάτι τροφαντούλες κυρίες με μαλλί απο κομμωτήριο και έντονο κραγιόν. Κάποιες άθλιες ξεσκησμένες που μοιάζουν με πατημένη αράχνη. Η μια ακτίνα να σου ξύνει το αφτί και η άλλη να δείχνει στο Βορρά. Τις κρατάνε κάποιοι που αγχώνονται να μη βραχούν και που τελικά βρέχονται και μαζί με αυτούς και η στίβα απο χαρτιά που κουβαλάνε. Είναι και οι τρέντι
ομπελίτσες που τις κρατάνε οι τρέντι κοπελίτσες που φοράνε σαγιονάρα εν ώρα κατακλισμού. Α, εκεί να δείτε. Μια με αμάνικο, τη κοιλιά έξω με ψαράδικο και σαγιονάρα, μόνο λέπια δεν είχε βγάλει. Είχε κάτσει κάτω απο μια υποψία ομπρέλας και μουρμούραγε "μα σήμερα έπρεπε να βρέξει; Μα σε μένα όλα τυχαίνουν;" ..μα, απο το πρωί μαντάμ "μαζεύει".. ή μάλλον, εδω και μια εβδομάδα "μαζεύει"!..
Μια άλλη έκανε σβούρες γύρω γύρω και κάτι έβριζε..
Μια ξυνή αγχωτική περνάει ξυστά μου, ανεβάζω την ομπρέλα μου μη φάει κανένα μάτι και μου ζητάει και τα ρέστα! Πουά, ριγέ, μονόχρωμες, παρδαλές, εμπριμέ ομπρελίτσες. Ηλίθιες ομπρελίτσες αλλά οι περισσότερες για κηδείες! Μαύρες και άραχνες σα και τη ψυχοσύνθεση του ιδιοκτήτη τους. Τις κρατάνε σφικτά, ακόμα και όταν περπατάνε κάτω απο υπόστεγο. Οι περισσότερες ομπρελίτσες παθαίνουν ασφυξία, γι'αυτό τις βλέπετε να κυκλοφορούν σακατεμένες σα πατημένη αράχνη όπως είπα πάνω. Αλήθεια λέω!
Ας πάμε παρακάτω!
Δύο Λιβερπουλάκια, πλατσούριζαν σα τα παπιά σε λίμνη, πολύ φυσιολογικά και άνετα. Πολλοί πολλοί τουρίστες δεν έβριζαν, δεν μίλαγαν, δεν γέλαγαν, απλά είχαν αφεθεί στο ρεύμα και όπου αυτό τους έβγαζε.
Και πορεία, και βροχή. Ήθελα να τους φωνάξω, όχι όχι δεν είναι πάντα έτσι, άλλες φορές έχει και ξύλο και μπάτσους.. αλλά τους είχε ήδη λυπηθεί η ψυχή μου!
Ένα πουλμαν σταμάτησε να παραλάβει ένα τσούρμο ξένους. Κυρία εγω, με ένα χαμόγελα περίμενα να περάσουν για να περάσω και γω με τη σειρά μου. Να δείξω ανατροφή, ευγένεια και όλα αυτα τα ωραία ζεστά πραγματάκια που μέρες σα και σήμερα οι ποιο πολλοί τα ξεχνάμε. Ένας μικροκαμομένος κυριούλης μου χαμογέλασε, άλλα με τέτοια ειλικρίνεια και ευχαρίστηση που με εξέπληξε! Ορίστε πως διαγράφεται η ξυνίλα των αγχοτικών μουσκεμένων σαγιονάρων.
Με αέρινα πηδηματάκια απεύφευγα τα ρυάκια, τα ποταμάκια και τα τσουνάμι που κατέβαιναν απο τη Πλάκα.
Αφού τα αθλητικά μου πλύθηκαν καλά, είχα απολαύσει τη βροχή, τον κόσμο και τις ομπρέλες του και αφού το λεωφορείο μάλλον δε θα πέρναγε ούτε και απο την επόμενη στάση, ανέβηκα σε ένα ταξί και έφυγα.
23.5.07
Παει το αυτοκίνητο..
Όπως φαίνεται είναι το τέλος μιας εποχής για πολλά πράγματα και παράλληλα η αρχή μιας άλλης.
Καινούργιο σπίτι, καινούργιες αναζητήσεις και κατευθύνσεις. Δυσκολίες και τεράστια έξοδα. Άγχος και μπλοκάρισμα, κάπου ανάμεσα ίσως και λίγο ενθουσιασμός για τα καινούργια που επέρχονται.
Καθώς όλα αυτά και πολλά άλλα περνάνε απο το μυαλό μου, οδηγάω το αγαπημένο μου corsaκι και κατεβαίνω τη Συγγρού για Φάληρο.
Ένα ασημί Golf μου κολλάει ακατάπαυστα απο το Σύνταγμα. Μπροστά μου, στην αριστερή λωρίδα κάποιος οδηγάει και πίνει καφέ, μιλάει στο κινητό, απλώνει μπουγάδα.. Κάποιοι άλλοι χασομέριδες δεξιά μου, σκαλίζουν τη μύτη τους και ψάχνουν για απομεινάρια απο το Δεύτερο Παγκόσμιο, σε δρόμο ταχείας κυκλοφορείας. Τα πέρνω! Αφήστε με να φύγω, ρε παιδιά!
Συνεχίζω αριστερά, άντε να περάσω και αυτόν τον *μπιπ*.. συνεχίζω, άντε κουνηθείτε ζώα..
Ρε παιδιά, κάπου εδώ δε στρίβουμε;! ....και, ναι, στρίψαμε για παραλία απο την αριστερή λωρίδα. Σκατά, δε προλαβαίνω, φρένο φρενόοοοοοοο.... ΜΠΟΥΦ, ΜΠΑΜ...κράσπεδο.. ΖΩΟΝ.
Κανένας δε χτύπησε *ευτυχως*. Κανείς παρα μόνο το Corsaki μου πάνω στο διάζωμα.
Και το αποτέλεσμα: Σπασμένο παρμπρίζ, 2 σκασμένοι αερόσακοι (!), σκασμένο μπροστινό λάστιχο και στραβωμένη ζάντα, ημιαξόνια, αναρτήσεις και ότι άλλο μπορεί να έχει χτυπηθεί απο κάτω και να μη φαίνεται. Το αυτοκίνητο εξωτερικά δε, είναι άθικτο...
Πήγε συνεργείο και η λυπητερή ήταν: 5000 για αποκατάσταση με καινούργια ανταλλακτικά και 3500 περιπου με μεταχειρισμένα. Απο μη εξουσιοδοτημένο συνεργείο και με μεταχειρισμένα πάλι ανταλλακτικά, το μαλλί θα παει καπου 2500.
Σκατούλες..
Αλλά εγώ έχω την απορία... (πέρα απο την προφανής: ΓΙΑΤΙ έκανα την μαλακία)...ΓΙΑΤΙ βγήκαν οι αερόσακοι?! Το αμάξι δε στούκαρε πουθένα .. πέρα απο τη ρόδα του στο κράσπεδο δλδ με λίγο, μεγάλη ταχύτητα προφανώς.
Έχω ακούσει και το άλλο παλαβό: Μια φίλη όπως πάρκαρε το αυτοκίνητο της χτύπησε ένα χαμηλό κολωνάκι με την όπισθεν.. και μαντέψτε, ΒΓΗΚΑΝ ΟΙ ΑΕΡΟΣΑΚΟΙ!..
Μήπως τους έχουν ρυθμίσει έτσι ώστε να πληρώνουμε τα μαλλιοκέφαλα μας; Που σιγά μη πληρώσω εγώ τώρα. Πάει το αυτοκίνητο. Τέλος εποχής και γι' αυτό και πάλι καλά να λεω που δεν έγινε καμιά καραμπόλα..
Μπας και θέλει κανείς ένα σπασμένο corsa? ...
Καινούργιο σπίτι, καινούργιες αναζητήσεις και κατευθύνσεις. Δυσκολίες και τεράστια έξοδα. Άγχος και μπλοκάρισμα, κάπου ανάμεσα ίσως και λίγο ενθουσιασμός για τα καινούργια που επέρχονται.
Καθώς όλα αυτά και πολλά άλλα περνάνε απο το μυαλό μου, οδηγάω το αγαπημένο μου corsaκι και κατεβαίνω τη Συγγρού για Φάληρο.
Ένα ασημί Golf μου κολλάει ακατάπαυστα απο το Σύνταγμα. Μπροστά μου, στην αριστερή λωρίδα κάποιος οδηγάει και πίνει καφέ, μιλάει στο κινητό, απλώνει μπουγάδα.. Κάποιοι άλλοι χασομέριδες δεξιά μου, σκαλίζουν τη μύτη τους και ψάχνουν για απομεινάρια απο το Δεύτερο Παγκόσμιο, σε δρόμο ταχείας κυκλοφορείας. Τα πέρνω! Αφήστε με να φύγω, ρε παιδιά!
Συνεχίζω αριστερά, άντε να περάσω και αυτόν τον *μπιπ*.. συνεχίζω, άντε κουνηθείτε ζώα..
Ρε παιδιά, κάπου εδώ δε στρίβουμε;! ....και, ναι, στρίψαμε για παραλία απο την αριστερή λωρίδα. Σκατά, δε προλαβαίνω, φρένο φρενόοοοοοοο.... ΜΠΟΥΦ, ΜΠΑΜ...κράσπεδο.. ΖΩΟΝ.
Κανένας δε χτύπησε *ευτυχως*. Κανείς παρα μόνο το Corsaki μου πάνω στο διάζωμα.
Και το αποτέλεσμα: Σπασμένο παρμπρίζ, 2 σκασμένοι αερόσακοι (!), σκασμένο μπροστινό λάστιχο και στραβωμένη ζάντα, ημιαξόνια, αναρτήσεις και ότι άλλο μπορεί να έχει χτυπηθεί απο κάτω και να μη φαίνεται. Το αυτοκίνητο εξωτερικά δε, είναι άθικτο...
Πήγε συνεργείο και η λυπητερή ήταν: 5000 για αποκατάσταση με καινούργια ανταλλακτικά και 3500 περιπου με μεταχειρισμένα. Απο μη εξουσιοδοτημένο συνεργείο και με μεταχειρισμένα πάλι ανταλλακτικά, το μαλλί θα παει καπου 2500.
Σκατούλες..
Αλλά εγώ έχω την απορία... (πέρα απο την προφανής: ΓΙΑΤΙ έκανα την μαλακία)...ΓΙΑΤΙ βγήκαν οι αερόσακοι?! Το αμάξι δε στούκαρε πουθένα .. πέρα απο τη ρόδα του στο κράσπεδο δλδ με λίγο, μεγάλη ταχύτητα προφανώς.
Έχω ακούσει και το άλλο παλαβό: Μια φίλη όπως πάρκαρε το αυτοκίνητο της χτύπησε ένα χαμηλό κολωνάκι με την όπισθεν.. και μαντέψτε, ΒΓΗΚΑΝ ΟΙ ΑΕΡΟΣΑΚΟΙ!..
Μήπως τους έχουν ρυθμίσει έτσι ώστε να πληρώνουμε τα μαλλιοκέφαλα μας; Που σιγά μη πληρώσω εγώ τώρα. Πάει το αυτοκίνητο. Τέλος εποχής και γι' αυτό και πάλι καλά να λεω που δεν έγινε καμιά καραμπόλα..
Μπας και θέλει κανείς ένα σπασμένο corsa? ...
21.4.07
Το βρήκαμε..!
Το βρήκαμε, το πήραμε, το φτιάχνουμε!
Ναι καλέ, για το σπίτι λέω!
Υπομονή τώρα άλλους 1-2 μήνες και μετά κερνάω κουρκουμπίνια.
Ναι καλέ, για το σπίτι λέω!
Υπομονή τώρα άλλους 1-2 μήνες και μετά κερνάω κουρκουμπίνια.
13.3.07
Βάλτε εδώ ένα τίτλο.
Πόσες φορές διάβασες κάτι που έχεις γράψει, είδες κάτι που έχεις ζωγραφίσει ή οτιδήποτε άλλο που έχεις δημιουργήσει και αναρωτήθηκες, «καλά, εγώ το έκανα αυτό;!»
Πολλές. Εγώ τουλάχιστον.
Διαβάζω κάτι που έγραψα και απορώ και εκπλήσομαι ταυτόχρονα για το πώς μου ήρθε η ιδέα, η διάθεση, η έμπνευση να το γράψω όταν μου φαίνεται βουνό να γράψω αυτό που γράφω τώρα.
Βλέπω έναν πίνακα που έχω κάνει. Τον κοιτάω καλά καλά και αμφιβάλω αν το έκανα εγώ. Ίσως να ζωγράφιζε άλλος γιατί μου είναι αδύνατον να με φανταστώ να ξανακάνω κάτι παρόμοιο… μπα, αποκλείεται.
Και κάπως έτσι περνάνε υπερβολικά μεγάλα χρονικά διαστήματα αποχής από οτιδήποτε δημιουργικό ακόμα και όταν αυτό με κάνει να μελαγχολώ ακόμα περισσότερο. Το μόνο που δημιουργείται είναι ένας ωραιότατος φαύλος κύκλος.
Θαυμάζω εσάς που μπορείτε και γράφετε κάθε μέρα από κάτι, πόσο μάλλον όταν γράφετε κείμενα/αριστουργήματα, με χιούμορ και δημιουργικότητα ασταμάτητα.
Τι σοι διακόπτης είναι αυτός που ορίζει την έκφραση; Πως λειτουργεί; Και όταν δεν είναι ανοιχτός ο διακόπτης που στο κόρακα πάνε όλα αυτά που θέλεις να πεις; Ή μήπως δεν υπάρχει διακόπτης, μήπως δεν υπάρχει τίποτα απολύτως να πεις. Ή μήπως υπάρχουν τόσα πολλά που ο διακόπτης βραχυκυκλώνεται και η έκφραση, όποια και αν είναι αυτή, αποσυντονίζεται πλήρως;…
Ίσως θα ήτανε ποιο εύκολο αν ποτέ μου δεν είχα πιάσει μολύβι ή πινέλο και αυτά που γράφω τώρα, δε θα τα έγραφα ποτέ. Στο κάτω κάτω πόσο διαφορετική θα μπορούσα να είμαι. Ίσως τώρα καταλαβαίνω πως σταμάτησαν σιγά σιγά και οι πίνακες της μαμάς και τώρα σταματάω και’γω σιγά σιγά να της θυμώνω γι’αυτό. Άλλωστε, τι δικαίωμα έχω εγώ να της θυμώνω για το αν αποφάσισε να σταματήσει να ζωγραφίζει.
Αν συνέχιζε να ζωγραφίζει, το ίδιο θα την αγαπούσα και θα την εκτιμούσα. Δεν αλλάζει κάτι. Αλλάζει;
Όσοι με ξέρουν, ξέρουν επίσης ότι ζωγραφίζω και περιμένουν ότι αυτό θα συνεχίσω να κάνω. Ίσως γι’αυτό και γω συνεχίζω. Μια μέρα θα ήθελα να μπορούσα να σηκωθώ από το κρεββάτι μου και με μια απίστευτα καλή διάθεση, να πάρω μια γιγαντοσακούλα σκουπιδιών και να πετάξω όλες τις μπογιές και τα παλιόχαρτα στα σκουπίδια. Όλα όμως! Ακόμα και τα καδραρισμένα «έργα». Αυτά που έκανα στο λύκειο και για κάποιο παρανοικό και ανεξήγητο λόγο έχουν κορνιζαριστεί και πρέπει να τα βλέπω κάθε μέρα και κάθε ώρα. Να μου θυμίζουν την δήθεν υποχρέωση μου και να μου βγάζουν τα μάτια με την ατέλεια τους ενώ την ίδια στιγμή άλλοι μπορεί να τα θαυμάζουν (έστω και για ευγένεια).
Στο καινούργιο σπίτι θα φτιάξω μια ωραία γωνίτσα να τα βάλω όλα … σκοτεινή και υπόγεια.. στην αποθήκη!
Πολλές. Εγώ τουλάχιστον.
Διαβάζω κάτι που έγραψα και απορώ και εκπλήσομαι ταυτόχρονα για το πώς μου ήρθε η ιδέα, η διάθεση, η έμπνευση να το γράψω όταν μου φαίνεται βουνό να γράψω αυτό που γράφω τώρα.
Βλέπω έναν πίνακα που έχω κάνει. Τον κοιτάω καλά καλά και αμφιβάλω αν το έκανα εγώ. Ίσως να ζωγράφιζε άλλος γιατί μου είναι αδύνατον να με φανταστώ να ξανακάνω κάτι παρόμοιο… μπα, αποκλείεται.
Και κάπως έτσι περνάνε υπερβολικά μεγάλα χρονικά διαστήματα αποχής από οτιδήποτε δημιουργικό ακόμα και όταν αυτό με κάνει να μελαγχολώ ακόμα περισσότερο. Το μόνο που δημιουργείται είναι ένας ωραιότατος φαύλος κύκλος.
Θαυμάζω εσάς που μπορείτε και γράφετε κάθε μέρα από κάτι, πόσο μάλλον όταν γράφετε κείμενα/αριστουργήματα, με χιούμορ και δημιουργικότητα ασταμάτητα.
Τι σοι διακόπτης είναι αυτός που ορίζει την έκφραση; Πως λειτουργεί; Και όταν δεν είναι ανοιχτός ο διακόπτης που στο κόρακα πάνε όλα αυτά που θέλεις να πεις; Ή μήπως δεν υπάρχει διακόπτης, μήπως δεν υπάρχει τίποτα απολύτως να πεις. Ή μήπως υπάρχουν τόσα πολλά που ο διακόπτης βραχυκυκλώνεται και η έκφραση, όποια και αν είναι αυτή, αποσυντονίζεται πλήρως;…
Ίσως θα ήτανε ποιο εύκολο αν ποτέ μου δεν είχα πιάσει μολύβι ή πινέλο και αυτά που γράφω τώρα, δε θα τα έγραφα ποτέ. Στο κάτω κάτω πόσο διαφορετική θα μπορούσα να είμαι. Ίσως τώρα καταλαβαίνω πως σταμάτησαν σιγά σιγά και οι πίνακες της μαμάς και τώρα σταματάω και’γω σιγά σιγά να της θυμώνω γι’αυτό. Άλλωστε, τι δικαίωμα έχω εγώ να της θυμώνω για το αν αποφάσισε να σταματήσει να ζωγραφίζει.
Αν συνέχιζε να ζωγραφίζει, το ίδιο θα την αγαπούσα και θα την εκτιμούσα. Δεν αλλάζει κάτι. Αλλάζει;
Όσοι με ξέρουν, ξέρουν επίσης ότι ζωγραφίζω και περιμένουν ότι αυτό θα συνεχίσω να κάνω. Ίσως γι’αυτό και γω συνεχίζω. Μια μέρα θα ήθελα να μπορούσα να σηκωθώ από το κρεββάτι μου και με μια απίστευτα καλή διάθεση, να πάρω μια γιγαντοσακούλα σκουπιδιών και να πετάξω όλες τις μπογιές και τα παλιόχαρτα στα σκουπίδια. Όλα όμως! Ακόμα και τα καδραρισμένα «έργα». Αυτά που έκανα στο λύκειο και για κάποιο παρανοικό και ανεξήγητο λόγο έχουν κορνιζαριστεί και πρέπει να τα βλέπω κάθε μέρα και κάθε ώρα. Να μου θυμίζουν την δήθεν υποχρέωση μου και να μου βγάζουν τα μάτια με την ατέλεια τους ενώ την ίδια στιγμή άλλοι μπορεί να τα θαυμάζουν (έστω και για ευγένεια).
Στο καινούργιο σπίτι θα φτιάξω μια ωραία γωνίτσα να τα βάλω όλα … σκοτεινή και υπόγεια.. στην αποθήκη!
10.3.07
Τα εφτά γουρουνάκια
Ο γιος μας είναι 2,5 χρονών. Πλέον απαιτεί παραμύθια, μεσημέρι/βράδυ πριν κοιμηθεί αλλά τα θέλει και στα μέτρα του! Το image του «κακού λύκου» στο κλασσικό παραμύθι με τα 3 γουρουνάκια τον χάλαγε λίγο όποτε και κάναμε κάποιες… παρεμβάσεις.
Σχεδόν όλο το παραμύθι το λέει μόνος του πια περιλιπτικά και’γω απλά συμπληρώνω λέξεις. Α, όσο για τον τίτλο… αν βρείτε τα άλλα 4 γουρουνάκια πειτε το και σε μένα που τα ψάχνω!
Τα εφτά γουρουνάκια
Μια φορά κι’έναν καιρό, σ’ενα δάσος όμορφο και μακρυνό, ήτανε 3 γουρουνάκια και το καθένα έχτισε και απο ένα σπίτι Το πρώτο γουρουνάκι έχτισε το σπίτι του απο σανό. Το δευτερο γουρουνάκι έχτισε το σπίτι του απο ξύλα και το τρίτο απο τούβλα.
Στην άλλη μεριά του δάσους, ζούσε ένας λύκος που δεν είχε όμως σπίτι. Έτσι μια μέρα, πήγε στο γουρουνάκι με το σπίτι απο σανό και του είπε: «Γουρουνάκι, βγες έξω, να μπω εγώ μέσα!». «Όχι, όχι δικό μου είναι!» απαντάει το γουρουνάκι και τότε ο λύκος έκανε «φου, φου, φου» και φύσηξε το σπίτι και αυτό γκρεμίστηκε! Και πήρε ο αέρας το σανό μακρυά μακρυά ώσπου το βρήκανε τα άλογα και το φάγανε και χορτάσανε!
Την επόμενη μέρα, ο λύκος πήγε στο δεύτερο γουρουνάκι που είχε χτίσει το σπίτι απο ξύλα και του φώναξε: «Γουρουνάκι, βγες έξω, να μπω εγώ μέσα!». «Όχι, όχι δικό μου είναι!» απαντάει και αυτό το γουρουνάκι και τότε ο λύκος έκανε «φου, φου, φου» και φύσηξε το σπίτι και γκρεμίστηκε και αυτό! Και πήρε ο αέρας τα ξυλαράκια μακρυά στα άλογα και αυτά τα φάγανε και γέμισε η κοιλίτσα τους!
Την επόμενη μέρα, ο λύκος πήγε στο τρίτο γουρουνάκι που είχε χτίσει το σπίτι απο τούβλα. «Φου, φου, φου» κάνει πάλι ο λύκος.., «Ξαναφού», φου, φου» αλλά το σπίτι δεν έπεφτε γιατί ήτανε απο τούβλα και ήτανε πολύ γερό. Πέρνει λοιπόν μια σκάλα ο λύκος, ανεβαίνει στη ταράτσα και πάει να μπεί απο την καμινάδα, αλλά το έξυπνο γουρουνάκι την είχε κλείσει. Εκείνη τη στιγμή περνούσε ο ρινόκερος μπροστά απο το σπίτι και βλέπει τον λύκο στη ταράτσα. Τον βουτάει και του δίνει μια φάπα και μισή μπούφλα και του λέει να παει αμέσως στα γουρουνάκια και να γίνουν φίλοι!
Έτσι, ο λύκος πέρνει ένα μεγάλο καλάθι, γεμάτο με φρούτα, μανιτάρια και λουλούδια και χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγει το γουρουνάκι, και ο λύκος, που είχε μετανιώσει τώρα και είχε γίνει καλός λύκος, του λέει: «Γουρουνάκι, σε παρακαλώ θα με αφήσεις και μένα να μείνω για λίγο κοντά σας, να φάμε, να παίξουμε και να ζεσταθουμε κοντά στο τζάκι; Γιατί εγώ σπίτι δεν έχω, ούτε παρέα..». «Και δε το’λεγες απο την αρχή;! Και βέβαια να περάσεις!» λέει το γουρουνάκι. Και κάτσανε όλοι μαζί παρέα, φάγανε, παίξανε, ζεσταθήκανε και μετά κοιμηθήκανε όλοι μαζί αγκαλίτσα!
Και περάσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα!
Σχεδόν όλο το παραμύθι το λέει μόνος του πια περιλιπτικά και’γω απλά συμπληρώνω λέξεις. Α, όσο για τον τίτλο… αν βρείτε τα άλλα 4 γουρουνάκια πειτε το και σε μένα που τα ψάχνω!
Τα εφτά γουρουνάκια
Μια φορά κι’έναν καιρό, σ’ενα δάσος όμορφο και μακρυνό, ήτανε 3 γουρουνάκια και το καθένα έχτισε και απο ένα σπίτι Το πρώτο γουρουνάκι έχτισε το σπίτι του απο σανό. Το δευτερο γουρουνάκι έχτισε το σπίτι του απο ξύλα και το τρίτο απο τούβλα.
Στην άλλη μεριά του δάσους, ζούσε ένας λύκος που δεν είχε όμως σπίτι. Έτσι μια μέρα, πήγε στο γουρουνάκι με το σπίτι απο σανό και του είπε: «Γουρουνάκι, βγες έξω, να μπω εγώ μέσα!». «Όχι, όχι δικό μου είναι!» απαντάει το γουρουνάκι και τότε ο λύκος έκανε «φου, φου, φου» και φύσηξε το σπίτι και αυτό γκρεμίστηκε! Και πήρε ο αέρας το σανό μακρυά μακρυά ώσπου το βρήκανε τα άλογα και το φάγανε και χορτάσανε!
Την επόμενη μέρα, ο λύκος πήγε στο δεύτερο γουρουνάκι που είχε χτίσει το σπίτι απο ξύλα και του φώναξε: «Γουρουνάκι, βγες έξω, να μπω εγώ μέσα!». «Όχι, όχι δικό μου είναι!» απαντάει και αυτό το γουρουνάκι και τότε ο λύκος έκανε «φου, φου, φου» και φύσηξε το σπίτι και γκρεμίστηκε και αυτό! Και πήρε ο αέρας τα ξυλαράκια μακρυά στα άλογα και αυτά τα φάγανε και γέμισε η κοιλίτσα τους!
Την επόμενη μέρα, ο λύκος πήγε στο τρίτο γουρουνάκι που είχε χτίσει το σπίτι απο τούβλα. «Φου, φου, φου» κάνει πάλι ο λύκος.., «Ξαναφού», φου, φου» αλλά το σπίτι δεν έπεφτε γιατί ήτανε απο τούβλα και ήτανε πολύ γερό. Πέρνει λοιπόν μια σκάλα ο λύκος, ανεβαίνει στη ταράτσα και πάει να μπεί απο την καμινάδα, αλλά το έξυπνο γουρουνάκι την είχε κλείσει. Εκείνη τη στιγμή περνούσε ο ρινόκερος μπροστά απο το σπίτι και βλέπει τον λύκο στη ταράτσα. Τον βουτάει και του δίνει μια φάπα και μισή μπούφλα και του λέει να παει αμέσως στα γουρουνάκια και να γίνουν φίλοι!
Έτσι, ο λύκος πέρνει ένα μεγάλο καλάθι, γεμάτο με φρούτα, μανιτάρια και λουλούδια και χτυπάει το κουδούνι. Ανοίγει το γουρουνάκι, και ο λύκος, που είχε μετανιώσει τώρα και είχε γίνει καλός λύκος, του λέει: «Γουρουνάκι, σε παρακαλώ θα με αφήσεις και μένα να μείνω για λίγο κοντά σας, να φάμε, να παίξουμε και να ζεσταθουμε κοντά στο τζάκι; Γιατί εγώ σπίτι δεν έχω, ούτε παρέα..». «Και δε το’λεγες απο την αρχή;! Και βέβαια να περάσεις!» λέει το γουρουνάκι. Και κάτσανε όλοι μαζί παρέα, φάγανε, παίξανε, ζεσταθήκανε και μετά κοιμηθήκανε όλοι μαζί αγκαλίτσα!
Και περάσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα!
19.2.07
Τα ακάρεα κάνουν πάρτυ!
Πω, πω.. γέμισε σκόνη εδώ μέσα..
Αράχνες θα έχει σίγουρα, κατσαρίδες, τρωκτικά, δυνόσαυρους, καμηλοπαρδάλεις.
Τις προάλλες έπλενα ρόκα (χωρίς φυτοφάρμακα, είπε ο μανάβης, ε την πήρα και γω).
Και στο δεύτερο ξεβγαλμα, βλέπω μια τεράστια, χοντρή, τριχωτή και δηλητηριώδη αράχνη. Καλά, τριχωτή μπορεί να μην ήτανε.. αλλά στα μάτια κάποιου με αραχνωφοβία, μπορεί να φορούσε και γόβες στιλέτο… Λοιπόν, η βιολογική ρόκα ακόμα στο ψυγείο είναι. Ηλίθιες αράχνες.. είχε και κάτι ποδάρια σα της Julia Roberts…
Άντε τώρα να ξεσκονίσω το γραφείο, τι να ξεσκονίσω δλδ.. που έχει γεμίσει ολόκληρο κίτρινα χαρτάκια, αυτά που σου δίνουν οι μεσίτες που υπογράφεις για να μη τους φας το 2% της αμοιβής τους. Παιδιά, πρέπει να έχω δει ίσα με 100 σπίτια σε ολόκληρη την Αττική… Αφου φτάσαμε στα πρώθυρα νευρικού κλονισμού, βρήκαμε σπίτι κυριολεκτικά τελευταία στιγμή (βλ. προηγούμενη εβδομάδα).
Και όλη αυτή η τόσο ψυχοφθόρα διαδικασία με έχει καθηλώσει στο να μη μπορώ να κάνω απολύτως τίποτα άλλο. Από τη μια νιώθω ότι συμβαίνουν πράγματα με εκπληκτική ταχύτητα, αλλαγές, ανακατατάξεις, ξεκαθαρίσματα. Από την άλλη υπάρχει μεγάλη στασιμότητα και αναμονή, ίσως έτσι μου φαίνεται γιατί η περίοδος αλλαγών δεν έχει περάσει. Ήλπιζα ότι ο ποηγούμενος χρόνος θα φέρει αλλαγές γενικά. Τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν απλά χρόνος προεργασίας, όπως όταν αρχίζει να σιγοβράζει ο καφές στο μπρίκι και βάζεις το χέρι σου να είσαι έτοιμος να κλείσεις το γκαζάκι αλλά περιμένεις.. περιμένεις.. μέχρι να «διπλώσει» το καιμάκι, να φανούν οι μπουλμπουλίθρες και να ρίξεις τότε τον καφέ στο φλιτζάνι.
Ήταν ένας δύσκολος χρόνος. Και φέτος πάλι δύσκολα άρχισε. Εκεί που λέω ότι την βρήκα την ισοροπία και παω να την δέσω κάπου για να μη μου φύγει, αυτή καταφέρνει και μου ξελιγλιστράει από τα χέρια, παει πιο πέρα, τρέχω να την πιάσω, σκοντάφτω στα αυτοκινητάκια του μικρού και σκάω κάτω με επιφωνήματα θαυμασμού από το κοινό. Σηκώνομαι δαρμένη, με playmobil και τουβλάκια χωμένα στα μαλλια μου (τα οποία λεω να κόψω και να βάψω ξανθα!), και συνεχίζω να τρέχω και να τρέχω και να τρέχει και η μάσκαρα στα μάγουλα λες και ακόμα και αυτή συμπάσχει. Μετά 2,3…5,10 τέτοια η ενέργεια μου έχει μείνει μισή, ο ενθουσιασμός ο μισός του μισού και το μυαλό θολό, μπερδεμένο με βουβές και αόριστες σκέψεις. Απλά.. κούραση.
Αφου σας άνοιξα τη καρδιά τώρα, ας παω να βρω αυτό το ξεσκονόπανο να καθαρίσω λίγο αυτό τον τόπο, μπας και καθαρίσει λίγο και το μυαλό μου. Να πάρω και ένα κιβώτιο να βάλω όλα τα παιχνίδια μεσα να μη ξαναφάω τα μούτρα μου πέφτοντας Χριστέ μου! Και αν μείνει και λίγο σκόνη, ε συγχωρείστε με, σας υπόσχομαι όλα θα λάμψουν γρήγορα.
(που σκατά έβαλα το Overlay?!)
Αράχνες θα έχει σίγουρα, κατσαρίδες, τρωκτικά, δυνόσαυρους, καμηλοπαρδάλεις.
Τις προάλλες έπλενα ρόκα (χωρίς φυτοφάρμακα, είπε ο μανάβης, ε την πήρα και γω).
Και στο δεύτερο ξεβγαλμα, βλέπω μια τεράστια, χοντρή, τριχωτή και δηλητηριώδη αράχνη. Καλά, τριχωτή μπορεί να μην ήτανε.. αλλά στα μάτια κάποιου με αραχνωφοβία, μπορεί να φορούσε και γόβες στιλέτο… Λοιπόν, η βιολογική ρόκα ακόμα στο ψυγείο είναι. Ηλίθιες αράχνες.. είχε και κάτι ποδάρια σα της Julia Roberts…
Άντε τώρα να ξεσκονίσω το γραφείο, τι να ξεσκονίσω δλδ.. που έχει γεμίσει ολόκληρο κίτρινα χαρτάκια, αυτά που σου δίνουν οι μεσίτες που υπογράφεις για να μη τους φας το 2% της αμοιβής τους. Παιδιά, πρέπει να έχω δει ίσα με 100 σπίτια σε ολόκληρη την Αττική… Αφου φτάσαμε στα πρώθυρα νευρικού κλονισμού, βρήκαμε σπίτι κυριολεκτικά τελευταία στιγμή (βλ. προηγούμενη εβδομάδα).
Και όλη αυτή η τόσο ψυχοφθόρα διαδικασία με έχει καθηλώσει στο να μη μπορώ να κάνω απολύτως τίποτα άλλο. Από τη μια νιώθω ότι συμβαίνουν πράγματα με εκπληκτική ταχύτητα, αλλαγές, ανακατατάξεις, ξεκαθαρίσματα. Από την άλλη υπάρχει μεγάλη στασιμότητα και αναμονή, ίσως έτσι μου φαίνεται γιατί η περίοδος αλλαγών δεν έχει περάσει. Ήλπιζα ότι ο ποηγούμενος χρόνος θα φέρει αλλαγές γενικά. Τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν απλά χρόνος προεργασίας, όπως όταν αρχίζει να σιγοβράζει ο καφές στο μπρίκι και βάζεις το χέρι σου να είσαι έτοιμος να κλείσεις το γκαζάκι αλλά περιμένεις.. περιμένεις.. μέχρι να «διπλώσει» το καιμάκι, να φανούν οι μπουλμπουλίθρες και να ρίξεις τότε τον καφέ στο φλιτζάνι.
Ήταν ένας δύσκολος χρόνος. Και φέτος πάλι δύσκολα άρχισε. Εκεί που λέω ότι την βρήκα την ισοροπία και παω να την δέσω κάπου για να μη μου φύγει, αυτή καταφέρνει και μου ξελιγλιστράει από τα χέρια, παει πιο πέρα, τρέχω να την πιάσω, σκοντάφτω στα αυτοκινητάκια του μικρού και σκάω κάτω με επιφωνήματα θαυμασμού από το κοινό. Σηκώνομαι δαρμένη, με playmobil και τουβλάκια χωμένα στα μαλλια μου (τα οποία λεω να κόψω και να βάψω ξανθα!), και συνεχίζω να τρέχω και να τρέχω και να τρέχει και η μάσκαρα στα μάγουλα λες και ακόμα και αυτή συμπάσχει. Μετά 2,3…5,10 τέτοια η ενέργεια μου έχει μείνει μισή, ο ενθουσιασμός ο μισός του μισού και το μυαλό θολό, μπερδεμένο με βουβές και αόριστες σκέψεις. Απλά.. κούραση.
Αφου σας άνοιξα τη καρδιά τώρα, ας παω να βρω αυτό το ξεσκονόπανο να καθαρίσω λίγο αυτό τον τόπο, μπας και καθαρίσει λίγο και το μυαλό μου. Να πάρω και ένα κιβώτιο να βάλω όλα τα παιχνίδια μεσα να μη ξαναφάω τα μούτρα μου πέφτοντας Χριστέ μου! Και αν μείνει και λίγο σκόνη, ε συγχωρείστε με, σας υπόσχομαι όλα θα λάμψουν γρήγορα.
(που σκατά έβαλα το Overlay?!)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)