
Μια μέρα ένα μικρό κουρκουμπίνι κατρακυλούσε στο πεζοδρόμιο όπου είχαν στήσει πάγκο η λαϊκή αγορά. Πόδια πολλά, ρόδες, ντομάτες, μαρουλόφυλλα σάπια, κουκούτσια από ελιές… ώσπου πέφτει επάνω σε μια γλαστρούλα πεταμένη. Ήταν πλαστική και τρύπια, αιμορραγούσε κοκκινόχωμα και από τις τρυπούλες του πάτου της ξεχυνόντουσαν ρίζες, σα χέρια που ζητούσαν σπαραχτικά βοήθεια.
Μια μισοξεραμένη τριανταφυλλιά, κοιτούσε το δρόμο. Τα φύλλα της, όσα είχαν απομείνει, μαραμένα και φαγωμένα. Ένα μικρό λουλούδι κάτασπρο, πιο άσπρο από τις λουρίδες του δρόμου, σα σύννεφο που είχε παραπέσει, είχε προλάβει να μεγαλώσει λίγο και να ανοίξει. Αλλά και αυτό τώρα, καταπονημένο, είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στο δρόμο, μελαγχολικά και περίμενε. ‘Όχι νερό, ούτε δροσιά, περίμενε τον ιδιοκτήτη του πάγκου απ’όπου το είχαν πετάξει με περιφρόνηση, να τα μαζέψει και να φύγει και όπως θα φεύγει, να το τσακίσει με το τακούνι της φαρδιάς του λαστιχένιας μπότας.
Το κουρκουμπίνι σταμάτησε δίπλα του, το κοίταξε, το μάζεψε και το πήρε σπίτι του.
Το έβαλε σε ένα όμορφο σημείο του σπιτιού του. Κοντά στο παράθυρο να βλέπει έξω και να το βλέπουν και να το καμαρώνουν. Να το βλέπει και ο ήλιος και να το χαϊδεύει, να το ζεσταίνει και να το αγκαλιάζει. Να το δροσίζει η νυχτερινή αύρα και να το γλυκοκοιμίζει.
Ήταν ένα ατροφικό λουλούδι. Είχε ατροφήσει από έλλειψη ελάχιστης φροντίδας.
Κάθε πρωί που σηκωνότανε, το κουρκουμπίνι του ψιθύριζε «καλημέρα» και του έσπαγε ένα χαμόγελο. Για πολύ καιρό όμως η ατροφική λευκή τριανταφυλλιά με το κεφαλάκι της πεσμένο έβλεπε κάτω το κοκκινόχωμα και περίμενε ακόμα να τη πατήσουν. Σιγά σιγά όμως κορδωνότανε, χόρταινε νερό και ήλιο και δροσιά και ένα πρωί που ήρθε το κουρκουμπίνι να την καλημερίσει, την βρήκε καμαρωτή να το κοιτάει και να χαμογελάει γλυκά.
Έτσι θέλουν τα λουλούδια, είπε το κουρκουμπίνι και την καλημέρισε!
Λίγη αγάπη, στοργή και προδέρμ…